ῥιζοτομία

ῥιζοτομία
ῥιζοτομίᾱ , ῥιζοτομία
cutting and gathering of roots
fem nom/voc/acc dual
ῥιζοτομίᾱ , ῥιζοτομία
cutting and gathering of roots
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ριζοτομία — η / ῥιζοτομία, ΝΜΑ [ῥιζοτόμος] νεοελλ. η ριζοτομή μσν. αρχ. η εκκοπή και συλλογή ριζών για φαρμακευτική χρήση* αρχ. στον πληθ. αἱ ῥιζοτομίαι βιβλία για ρίζες και βότανα …   Dictionary of Greek

  • ῥιζοτομίας — ῥιζοτομίᾱς , ῥιζοτομία cutting and gathering of roots fem acc pl ῥιζοτομίᾱς , ῥιζοτομία cutting and gathering of roots fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιζοτομίαν — ῥιζοτομίᾱν , ῥιζοτομία cutting and gathering of roots fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιζοτομιῶν — ῥιζοτομία cutting and gathering of roots fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιζοτομίαις — ῥιζοτομία cutting and gathering of roots fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ριζοτομή — και ριζοτομία, η, Ν ιατρ. χειρουργική διατομή τής οπίσθιας ή πρόσθιας ρίζας ενός νωτιαίου νεύρου για την απαλλαγή από ενοχλητικούς χρόνιους πόνους ή από μια σπαστική παράλυση, αντίστοιχα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhizotomy (< ῥίζα + …   Dictionary of Greek

  • ριζοτομικός — ή, ό / ριζοτομικός, ή, όν, ΝΑ [ῥιζοτόμος] αυτός που αναφέρεται στον ριζοτόμο ή στη ριζοτομία 1. αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ ριζοτομικός ο ριζοτόμος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ῥιζοτομική η τέχνη τού ριζοτόμου 3. (το ουδ. ως κύριο όν.) Ῥιζοτομικόν βιβλίο… …   Dictionary of Greek

  • ριζοτόμησις — ήσεως, ή, Μ [ῥιζοτομῶ] η ριζοτομία* …   Dictionary of Greek

  • ριζοτόμος — ο / ῥιζοτόμος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ο ριζοτόμος ή το ριζοτόμο εργαλείο για την αποκοπή ριζών || (μσν. αρχ.) αυτός που κόβει και συλλέγει ρίζες για φαρμακευτική ή μαγική χρήση (α. «ῥιζοτόμος καὶ ἀγύρτης», Λουκ. β. «ῥιζοτόμοι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”